καλεμικέρι

καλεμικέρι
και καλεμκερί, το
λεπτό και διαφανές βαμβακερό κάλυμμα τού κεφαλιού τών γυναικών με έντυπα σχεδιάσματα, τσεμπέρι, μπόλια, φακιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλεμικέρι — το (λ. τουρκ.), τσεμπέρι, φακιόλι: Δε συνηθίζουν πια οι γυναίκες να φορούν καλεμικέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”